- συγκοιμώμαι
- -άομαι, Α(αποθ.)1. (για άντρα και για γυναίκα) κοιμάμαι μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, είμαι σύνευνος κάποιου2. μτφ. (για ιστορικό) ασχολούμαι με κάτι ακόμη και στον ύπνο μου, ασχολούμαι με υπερβάλλοντα ζήλο με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κοιμῶμαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.